κελέβη

κελέβη
κελέβη
Grammatical information: f.
Meaning: `vase with a big opening, kind of mixing bowl' (Anacr., Theoc., Call.).
Derivatives: κελεβήϊον (Antim. 17)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Remarkable is the similarity with Hebr. koeloeb `vase' (Lewy Fremdw. 104); but the Semitic word does not exist, E. Masson, Emprunts sémit.107f. cf. Kretschmer Glotta 11, 284. Acc. to Güntert Labyrinth 27 n. 2 to Lat. calpar; s. on κάλπις. Schröder, Germ.-rom. Monatsschrift N.F. 10 (1960) 184 compares λέβης with `movable- κ-. - Wrong IE. etymologies in Bq. - More prob. the word is Pre-Greek (though I dom't know a suffix -εβ-).
Page in Frisk: 1,814

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κελέβη — κελέβη, ἡ (Α) 1. ποτήρι, πλατύστομο αγγείο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποτηρίου εἶδος θερμηροῡ καὶ ποιμενικὸν ἀγγεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία είναι σημιτικής προελεύσεως και συνδέεται με εβρ. k?l?b «δοχείο» δεν φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κελέβη — cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελέβῃ — κελέβη cup fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελέβη ή Σουλαουέσι — (Celebes ή Sulawesi). Νησί (191.671 τ. χλμ., 14.946.488 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ινδονησίας, ένα από τα μεγαλύτερα του Μαλαϊκού αρχιπελάγους. Βρίσκεται Α της Βόρνεο (από την οποία χωρίζεται με το στενό Μακάσαρ) και Δ των Μολούκων. Πρωτεύουσά… …   Dictionary of Greek

  • κελέβηι — κελέβῃ , κελέβη cup fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελέβην — κελέβη cup fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • κελέβειον — και ιων. τ. κελεβήιον, τὸ (Α) [κελέβη] υποκορ. τού κελέβη* …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφικές περιοχές — Περιοχές κατανομής των ζωικών οργανισμών στην επιφάνεια της Γης. Διακρίνονται με βάση την εργασία του ζωογεωγράφου Γουάλας ο οποίος διέκρινε τις εξής βιογεωγραφικές περιοχές: την παλαιοαρκτική που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Kélebe — Kélebe, del griego κελεβη. Vaso cerámico grande y de boca amplia y cuerpo grueso. Unas asas columnadas unen la boca a los hombros del vaso. Véase también Cerámica griega Referencias Fatás, Guillermo (2006). Diccionario de términos de Arte y… …   Wikipedia Español

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”